- οικειόφωνος
- οἰκειόφωνος, -ον (Α)αυτός που μιλά με τη δική του φωνή, με το ίδιο του το στόμα.επίρρ...οἰκειοφώνως (Α)με τη δική του φωνή, με το ίδιο του το στόμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ετερό-φωνος].
Dictionary of Greek. 2013.